ἀνωμάλως
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
French (Bailly abrégé)
adv.
inégalement, irrégulièrement.
Étymologie: ἀνώμαλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωμάλως: неравным образом, неравномерно, неровно Isocr., Plat., Arst.