Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μνημείο

From LSJ
Revision as of 16:01, 20 December 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

μνημείο, το (ΑΜ μνημεῖον, Α δωρ. τ. μναμεῖον και ιων. τ. μνημήϊον)
1. αντικείμενο το οποίο ανακαλεί στη μνήμη πρόσωπο ή πράγμα, αντικείμενο για ενθύμηση, για ανάμνηση («μνημεῖα ὅρκων», Ευρ.)
2. οικοδόμημα το οποίο ανεγείρεται στον τάφο κάποιου προς τιμή και ανάμνησή του («στο ιερό περιβόλι... ξεχωρίζει ορθοστύλωτο ανάμεσα στα μνημεία τών πολέμαρχων», Παλαμ.)
3. τάφος («πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ», ΚΔ)
4. έργο αρχιτεκτονικό ή γλυπτικό ιδρυμένο προς τιμήν και ανάμνηση προσώπου ή γεγονότος (α. «το μνημείο του Φιλοπάππου» β. «μνημεῖον μὲν οὖν αὐτοῦ ἐν Μαγνησίᾳ ἐστὶ τῇ Ἀσιανῇ ἐν τῇ ἀγορᾷ», Θουκ.)
νεοελλ.
1. έργο τέχνης ή λόγου το οποίο θεωρείται ως αριστούργημα και ως λαμπρό δείγμα της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκε («το μνημείο του Παρθενώνα»)
2. (ειρωνικά) χαρακτηριστικό δείγμα («η αγόρευσή του ήταν μνημείο ασάφειας»)
3. φρ. α) «μνημεία λόγου» — τα συγγράμματα της αρχαιότητας («οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες είναι μνημεία λόγου»)
β) «ιστορικό μνημείο», μεμονωμένο αρχιτεκτονικό μνημείο ή ιστορικό σύνολο που κρίνεται διατηρητέο λόγω της εθνικής, ιστορικής, πολιτιστικής ή καλλιτεχνικής του αξίας
μσν.
στον πληθ. τὰ μνημεῖα
νεκροταφείο
αρχ.
1. ενθύμηση, ανάμνηση
2. κάλπη η οποία περιέχει την τέφρα νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. μνημεῖος/μνημήϊος (< μνῆμα + κατάλ. -ήϊος/εῖος)].