ἐμπαίκτης
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ου, ὁ, mocker, deceiver, LXX Is.3.4, 2 Ep.Pet.3.3, Ep.Jud. 18.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 escarnecedor, burlador ἐμπαῖκται κυριεύσουσιν αὐτῶν LXX Is.3.4, ἐν ἐμπαιγμονῇ ἐμπαῖκται ... πορευόμενοι 2Ep.Petr.3.3, cf. Ep.Iud.18, Phys.A 53.
2 embaucador τί οὖν ἐνπαίκτην λέγεις τὸν Χριστὸν; Ps.Caes.134.1.
German (Pape)
[Seite 809] ὁ, der da verspottet, der Betrüger, N. T.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui se joue de, imposteur.
Étymologie: ἐμπαίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπαίκτης: ου ὁ насмешник, хулитель NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ ἐμπαίζων, ὁ ἀπατῶν, ἀπατεών, Ἐπιστ. Β΄ Πέτρου γ΄, 3, Ἰούδ. 18.
English (Strong)
from ἐμπαίζω; a derider, i.e. (by implication) a false teacher: mocker, scoffer.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3), ἐμπαικτου, ὁ, (ἐμπαίζω), a mocker, a scoffer: Isaiah 3:4. Not used by secular authors.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εμπαίκτρια, η) (AM ἐμπαίκτης, ο
Μ και θηλ. ἐμπαίκτρια)
αυτός που εμπαίζει, που εξαπατά.
Greek Monotonic
ἐμπαίκτης: -ου, ὁ, είρωνας, απατεώνας, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐμπαίκτης, ου, [from ἐμπαίζω
a mocker, deceiver, NTest.
Chinese
原文音譯:™mpa⋯kthj 恩-派克帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在內-打擊(者)
字義溯源:戲弄人者,譏誚者,欺騙者,好譏誚的;源自(ἐμπαίζω)=愚弄);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(παίζω)-遊戲)組成;而 (παίζω)出自(παῖς)*=孩童)
出現次數:總共(2);彼後(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 好譏誚的人(1) 猶1:18;
2) 好譏誚的(1) 彼後3:3