ὀκνηρία

From LSJ
Revision as of 11:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκνηρία Medium diacritics: ὀκνηρία Low diacritics: οκνηρία Capitals: ΟΚΝΗΡΙΑ
Transliteration A: oknēría Transliteration B: oknēria Transliteration C: okniria Beta Code: o)knhri/a

English (LSJ)

ἡ, = ὄκνος, LXX Ec.10.18, PMasp.158.15(vi A. D.), Glossaria.

German (Pape)

[Seite 316] ἡ, = ὄκνος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκνηρία: ἡ, = ὄκνος. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), συχν. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ.

Greek Monolingual

η (Α ὀκνηρία) οκνηρός
τάση για αποφυγή εργασίας και κάθε δραστηριότητας, νωθρότητα, τεμπελιά («ἀπεῖχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»).