μυλάριον
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
τό, Dim. of μύλη 1, of a spell used in grinding salt, PMag.Par.1.3087.
Spanish
Greek Monolingual
μυλάριον, τὸ (Α) μύλη
(για άσμα που τραγουδούσαν κατά το άλεσμα του άλατος) υποκορ. του μύλη.
Léxico de magia
τό molinillo nombre de una práctica para conseguir un vaticinio μαντία Κρονικὴ ζητουμένη, καλουμένη μ. profecía de Cronos, muy buscada, llamada «molinillo» P IV 3087