sullen
From LSJ
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. δύσκολος, δυσάρεστος, δυσχερής, P. δύστροπος, V. στυγνός.
of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός, δύσφρων, συνωφρυωμένος.
look sullen, v.: Ar. and P. σκυθρωπάζειν, V. σκυθράζειν.