Ἄϊς
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
Ἄϊδος, Ἄϊδι, Ἄϊδα;
c. Ἀΐδης ; εἰν Ἄϊδος (s.e. οἴκῳ) IL dans la demeure d'Hadès ; δόμον Ἄϊδος εἴσω IL ou simpl. Ἄϊδος εἴσω IL en descendant dans la demeure d'Hadès ; Ἄϊδόσδε IL, OD m. sign.
Étymologie: cf. Ἀΐδης.
Greek Monotonic
Ἄϊς: απαρχ. ονομ., βλ. ᾅδης.
Russian (Dvoretsky)
Ἄϊς: ὁ (только gen. Ἄϊδος Hom., Hes.) = Ἃδης.
German (Pape)
Ἄϊς, ungebräuchl. nomin. = ᾍδης; bei Hom. gen. Ἄϊδος und dat. Ἄϊδι.