Λυκίηνδε
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
French (Bailly abrégé)
adv.
en Lycie avec mouv.
Étymologie: Λυκία, -δε.
Greek Monolingual
Λυκίηνδε (Α)
επίρρ. προς τη Λυκία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λυκίη (αιτ. Λυκίην) + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ιθάκην-δε, Κρήτην-δε)].
German (Pape)
nach Lykien, Il. 6.171.
Russian (Dvoretsky)
Λῠκίηνδε: adv. в Ликию Hom.
Middle Liddell
to Lycia, Il.