λαοτόμος
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
λαοτόμον,
A stone-cutting, ὄργανα Men.Prot. ap. Suid.s.v. σπαλίων.
II = λατόμος, Man.6.416, Epigr.Gr.1021 (Antinoe), AJA7.47 (Corinth), POxy.134.16 (vi A. D.); λ. πέτρης Man.4.325.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοτόμος: -ον, κόπτων λίθους, ἐπὶ ἐργαλείου, ὄργανα λαοτόμα Μενανδ. Βυζ. σ. 443 (ἔκδ. Bonn.). II. = λατύπος, Παῦλ. Σιλ Ἄμβων 116, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1021.
Greek Monolingual
λαοτόμος, -ον (Α)
1. (για εργαλείο) αυτό που κόβει πέτρες
2. λατόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας, γεν. λᾶος + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμη-τόμος, λιθο-τόμος.
German (Pape)
[ᾱ], = λατόμος, Maneth. 4.325; Paul.Sil. ambo 116.