κραταίωμα
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
-ατος, τό, strength, LXX Ps.42(43).2.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίωμα: τό, ἰσχύς, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΜΒ΄, 2), Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κραταίωμα, τὸ (AM κραταιώ
ενδυνάμωση, ενίσχυση, στήριγμα, δύναμη («σὺ εἶ ὁ θεὸς κραταίωμά μου», ΠΔ).
German (Pape)
τό, das Befestigte, die Festigkeit, LXX, K.S.