βαθύρρους
From LSJ
English (LSJ)
-ουν, contr. for βαθύρροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
ion. βαθύρροος, οον;
au courant profond.
Étymologie: βαθύς, ῥέω.
English (Woodhouse)
(see also: βαθύρροος) deep-flowing
German (Pape)
zsgzg. aus βαθύρροος.