μελλητέον
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
one must delay, E.Ph.1279, Ar. Ec.876, Pl.Criti.108e.
Greek (Liddell-Scott)
μελλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀργοπορήσῃ, νὰ βραδύνῃ, Εὐρ. Φοίν. 1279, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 876, Πλάτ. Κριτί. 108Ε.
Greek Monotonic
μελλητέον: ρημ. επίθ. του μέλλω, κάτι που πρέπει να αναβληθεί, σε Ευρ.
German (Pape)
adj. verb. zu μέλλω.