ὑψιπετήεις

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπετήεις Medium diacritics: ὑψιπετήεις Low diacritics: υψιπετήεις Capitals: ΥΨΙΠΕΤΗΕΙΣ
Transliteration A: hypsipetḗeis Transliteration B: hypsipetēeis Transliteration C: ypsipetieis Beta Code: u(yipeth/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, = ὑψιπέτης, Il.22.308, Od. 24.538:—irreg. acc. pl. ὑψιπετήεις, as if from ὑψιπετήης, κίχλας Matro Conv.78.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
c. ὑψιπέτης.

German (Pape)

ήεσσα, ῆεν, poet. statt ὑψιπέτης; Il. 22.308, Od. 24.538; Matro bei Ath. IV.136b scheint ὑψιπετήεις mit κίχλας verbunden zu haben, als acc. plur.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιπετήεις: ήεσσα, ῆεν Hom. = ὑψιπέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπετήεις: εσσα, εν, = ὑψιπέτης, αἰετὸς ὑψιπετήεις Ἰλ. Χ. 308, Ὀδ. Ω. 538· ― ἀνώμ. αἰτ. πληθ. ὑψιπετήεις, ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ὑψιπετήης, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C· πρβλ. Meineke Exercc. εἰς Ἀθήν. 16.

English (Autenrieth)

ὑψιπέτης.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.) υψιπέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψιπέτης + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις].

Greek Monotonic

ὑψῐπετήεις: -εσσα, -εν, = ὑψιπέτης, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ὑψῐ-πετήεις, εσσα, εν = ὑψιπέτης, Hom.]