καταφέρεια
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
English (LSJ)
ἡ, proneness, ἡδονῆς to pleasure, Ath.7.352c: abs., lechery, Eust.827.31.
Greek (Liddell-Scott)
καταφέρεια: ἡ, κλίσις, προδιάθεσις, ἡ ῥοπή, ἡδονῆς, εἰς ἡδονήν, Ἀθήν. 352C, πρβλ. Εὐστ. 827. 31.
Greek Monolingual
καταφέρεια, ἡ (AM) κατάφερες
μσν.
ασέλγεια, λαγνεία
αρχ.
κλίση, προδιάθεση, ροπή.
German (Pape)
ἡ, die Abschüssigkeit, Sp.; Geneigtheit wozu, ἡδονῆς Ath. VIII.352c.