ἀγροικικός
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
ἀγροικική, ἀγροικικόν, rustic, Cephalio 6, Ath.11.477a, Sch. Nic.Th.78; ἀνδράποδα Just.Nov.7.6. Adv. ἀγροικικῶς Alciphr.3.70.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 rural χώρα Cephalio 5, σύνοδος Neoptol. en Ath.477a, cf. COrd.Ptol.76.20 (I a.C.), Sch.Nic.Th.78b, πράγματα POxy.2239.12, 16 (VI d.C.), ἀνδράποδα Iust.Nou.7.6
•subst. en dat. plu., como n. de una máquina hidráulica μηχανὴν καλουμένην Ἀγροικικοῖς máquina llamada «(la ayuda) para los campesinos», POxy.1900.13 (VI d.C.).
2 adv. -ῶς de manera rústica Alciphr.3.34.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγροικικός: -ή, -όν, ἀγροτικός, χωρικός, ἄξεστος, Ἀθήν. 477 Α. -Ἐπίρρ. -κῶς, Φιλόστρ. 198, κτλ.
German (Pape)
bäurisch, Ath. XI.477a; Sp.