λογχοειδής

From LSJ
Revision as of 09:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογχοειδής Medium diacritics: λογχοειδής Low diacritics: λογχοειδής Capitals: ΛΟΓΧΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lonchoeidḗs Transliteration B: lonchoeidēs Transliteration C: logchoeidis Beta Code: logxoeidh/s

English (LSJ)

λογχοειδές, like a spear, lanceolate, Dsc.4.144.

Greek (Liddell-Scott)

λογχοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λόγχην, Διοσκ. 4. 146.

Greek Monolingual

-ές (Α λογχοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λόγχη κατά το σχήμα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βοτ. το λογχοειδές
κάθε όργανο φυτού του οποίου η μορφή θυμίζει την αιχμή δόρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -ειδής (< εἶδος)].

German (Pape)

ές, lanzenähnlich, Diosc.