αὐτότεχνος

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτότεχνος Medium diacritics: αὐτότεχνος Low diacritics: αυτότεχνος Capitals: ΑΥΤΟΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: autótechnos Transliteration B: autotechnos Transliteration C: aftotechnos Beta Code: au)to/texnos

English (LSJ)

ον, self-instructed, πρὸς ἴασιν Plu.2.991e.

Spanish (DGE)

-ον
capaz, dotado por sí mismo τῶν ζώων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφήν Plu.2.991e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
instruit par lui-même.
Étymologie: αὐτός, τέχνη.

German (Pape)

(τέχνη), πρὸς ἴασιν, durch sich selbst in der Arzneikunde unterrichtet, Plut. Gryll. 9 und A.

Russian (Dvoretsky)

αὐτότεχνος: сам научившийся, самоучка (πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτότεχνος: -ον, αὐτοδίδακτος, τῶν ζῴων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφὴν Πλούτ. 2. 991Ε.

Greek Monolingual

αὐτότεχνος, -ον (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -τεχνος < τέχνη (πρβλ. άτεχνος, έντεχνος, κακότεχνος)].