ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
-ές, Απατροφαής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αστροφεγγής].
ές, vom Vater leuchtend, Sp.