κρεμβαλιάζω
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
mark time with castanets, Hermipp.31 (-ίζουσι codd. Ath.), cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμβᾰλῐάζω: (κρέμβαλα) κρούων τὰ κρέμβαλα φυλάττω χρόνον, εὔρυθμόν τινα ἦχον ποιῶ τοῖς ὀρχουμένοις διὰ τῶν κρεμβάλων, ἅπερ ἐνίοτε ἦσαν κογχύλια ἢ ὄστρακα κ.τ.τ., λεπάδας δὲ πετρῶν ἀποκόπτοντες κρεμβαλιάζουσι Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 5 (κοινῶς: κρεμβαλίζουσι), πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1305, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κρεμβαλιάζω (Α) κρέμβαλον
κρατώ τον ρυθμό κρούοντας τα κρέμβαλα.
German (Pape)
mit der Klapper, κρέμβαλον spielen, klappern, bes. den Takt zum Tanze angeben; Hermipp. bei Ath. XIV.636e.