ἐπιρροιβδέω
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
A croak so as to forbode rain, of a raven, Thphr.Sign. 16. 2. c. acc. cogn., ἐ. ἰὸν λαιμῷ shoot a whizzing arrow at... Q.S. 8.322; cf. ἐπιρροιζέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρροιβδέω: ἐκπέμπω ποιόν τινα κρωγμόν, ἐπὶ κοράκων, καὶ ἐὰν κόραξ εὐδίας μὴ τὴν εἰωθυῖαν φωνήν... ἐπιρροιβδῇ, ὕδωρ σημαίνει Θεοφρ. π. Σημ. 1. 16: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., βαλὼν δ’ ὅγε δεύτερον ἰὸν λαιμῷ ἐπερροίβδησε, κατηύθυνεν αὐτὸν μετὰ ῥοίβδου εἰς τὸν λαιμὸν, Κόϊντ. Σμ. 8. 322· πρβλ. ἐπιρροιζέω.
French (Bailly abrégé)
1 croasser, pousser un cri rauque;
2 faire tournoyer dans, τινι.
Étymologie: ἐπί, ῥοιβδέω.
German (Pape)
einschlürfen, mit Geräusch daraufwerfen, ἰὸν λοιμῷ ἐπερροίβδησε Qu.Sm. 8.321. – Bei Theophr. ein eigentümliches Gekrächz des Raben, welchesRegenwetter ankündigt. Vgl. ἐπιρροιζέω.