τρισκαιδέκατος

From LSJ
Revision as of 12:46, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

French (Bailly abrégé)

η, ον :
treizième ; ἡ τρισκαιδεκάτη (ἡμέρα) le 13ᵉ jour.
Étymologie: τρισκαίδεκα.

German (Pape)

άτη, ατον, der, die, das Dreizehnte, Hom., Hes. und Folgde überall.

Russian (Dvoretsky)

τρισκαιδέκᾰτος: тринадцатый Hom., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκαιδέκᾰτος: -η, -ον, ὁ δέκατος τρίτος, Ἰλ. Κ. 561, Ὀδ. Θ. 391. κλπ. τρισκαιδεκάτη, ἡ δεκάτη τρίτη ἡμέρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725· τῇ τρ., κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην ἡμέραν, Ὀδ. Τ. 202.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
βλ. τρεισκαιδέκατος.

Greek Monotonic

τρισκαιδέκᾰτος: -η, -ον, δέκατος τρίτος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἡ τρισκαιδεκάτη (ενν. ἡμέρα), η δέκατη τρίτη ημέρα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

τρισ-και-δέκᾰτος, η, ον
thirteenth, Hom., etc.; ἡ τρισκαιδεκάτη (sc. ἡμέρἀ the 13 th day, Od.