προαπολαμβάνω
From LSJ
English (LSJ)
A receive before, Sammelb.5677.9 (iii A.D., Pass.).
German (Pape)
[Seite 708] (s. λαμβάνω), vorher wegnehmen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω πρότερον, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 7. 334.
Full diacritics: προαπολαμβάνω | Medium diacritics: προαπολαμβάνω | Low diacritics: προαπολαμβάνω | Capitals: ΠΡΟΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ |
Transliteration A: proapolambánō | Transliteration B: proapolambanō | Transliteration C: proapolamvano | Beta Code: proapolamba/nw |
A receive before, Sammelb.5677.9 (iii A.D., Pass.).
[Seite 708] (s. λαμβάνω), vorher wegnehmen, Sp.
προαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω πρότερον, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 7. 334.