παραβόλως
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
French (Bailly abrégé)
adv.
audacieusement, témérairement.
Étymologie: παράβολος.
Russian (Dvoretsky)
παραβόλως:
1 смело, отважно (πλεῖν Men.; ἀγωνίζεσθαι Plut.);
2 неожиданно, врасплох (π. καὶ ἀνελπίστως Polyb.).