ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want
(ὁ) :1 porcelet;2 pudenda muliebria AR Lys..Étymologie: ὗς².
(=γυναικεῖο αἰδοῖο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
ακος, ὁ, die weibliche Scham, Ar. Lys. 1001.