εἰσάγαν
From LSJ
English (LSJ)
Adv., strengthd. for ἄγαν, Tz.H.1.11,210.
German (Pape)
[Seite 739] verstärktes ἄγαν, Procop.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάγᾱν: ἐπίρρ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἄγαν, Βυζ., ἀλλὰ καὶ διῃρημένως εἰς ἄγαν. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 140.