ὑπόκοιλος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ον,
A slightly concave, Hp.VC13, Dsc.3.90, Ruf.Oss.18: Comp., -ότερον μέτωπον Arist.Phgn.809b21.
German (Pape)
[Seite 1221] etwas hohl, unterwärts hohl, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόκοιλος: -ον, κοῖλος ὑποκάτω, Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 305. πρβλ. κύλα.