διαιωρέομαι
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
Pass., float about, move to and fro, Pl.Ti.78e.
Spanish (DGE)
moverse en todas las direcciones (τὸ πῦρ) Pl.Ti.78e.
German (Pape)
[Seite 580] sich durch etwas hin u. her bewegen, schweben, διά τινος, Plat. Tim. 78 e.
Greek (Liddell-Scott)
διαιωρέομαι: κινοῦμαι μετέωρος τῇδε κἀκεῖσε, Πλάτ. Τιμ. 78Ε.
Russian (Dvoretsky)
διαιωρέομαι: возноситься, подниматься (διά τινος Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαιωρέομαι [διά, αἰωρέω] heen en weer zweven.