Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Full diacritics: οἰόκερως | Medium diacritics: οἰόκερως | Low diacritics: οιόκερως | Capitals: ΟΙΟΚΕΡΩΣ |
Transliteration A: oiókerōs | Transliteration B: oiokerōs | Transliteration C: oiokeros | Beta Code: oi)o/kerws |
ωτος, ὁ, ἡ, (κέρας)
A one-horned, Opp.C.2.96.
[Seite 308] ωτος, einhörnig, Opp. Cyn. 2, 96.
οἰόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, (κέρας) ὁ ἓν μόνον κέρας ἔχων, μονόκερως, Ὀππ. Κυν. 2. 96· ― ἀνώμαλ. γεν. οἰοκέρηος, Ἀπολιν. Ψαλμ. ΚΗϳ (ΚΘϳ) 13.