οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: σκληροειδής | Medium diacritics: σκληροειδής | Low diacritics: σκληροειδής | Capitals: ΣΚΛΗΡΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: sklēroeidḗs | Transliteration B: sklēroeidēs | Transliteration C: skliroeidis | Beta Code: sklhroeidh/s |
ές,
A of hard nature or kind, Hsch. s.v. ἶπες.
[Seite 900] ές, von harter Art, Hesych. v. ἶπες.
σκληροειδής: -ές, ὁ ἔχων φύσιν σκληρὰν ἢ σκληρὸς τὸ εἶδος, Ἡσύχ.