ζῳοτροφικός

From LSJ
Revision as of 11:20, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳοτροφικός Medium diacritics: ζῳοτροφικός Low diacritics: ζωοτροφικός Capitals: ΖΩΟΤΡΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: zōiotrophikós Transliteration B: zōotrophikos Transliteration C: zootrofikos Beta Code: zw|otrofiko/s

English (LSJ)

ή, όν, connected with the feeding of animals, ib.263e: ἡ -κή (sc. τέχνη),= ζῳοτροφία, ib.267b.

German (Pape)

[Seite 1144] ή, όν, das Füttern, Halten von Thieren betreffend, Plat. Polit. 263 e; ἡ -κή 267 a.

Russian (Dvoretsky)

ζῳοτροφικός: касающийся кормления животных Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳοτροφικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τροφὴν ζῴων, Πλάτ. Πολιτ. 263Ε· ἡ ζῳοτροφικὴ (ἐνν. τέχνη) = ζωοτροφία, αὐτόθι 267Α.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό [[[ζωοτροφία]] (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (Ι)
2. αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες.
(II)
-ή, -ό (AM ζῳοτροφικός, -ή, -όν) [[[ζωοτροφία]] (ΙΙ)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (ΙΙ), κατάλληλος για τη ζωοτροφία (ΙΙ). ζωοκομικός, ζωοτεχνικός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ζῳοτροφική (ενν. τέχνη)
η ζωοτροφία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳοτροφικός -ή -όν [ζῳοτροφία] van de dierenhouderij; subst. ἡ ζ. ( sc. τέχνη ) dierenhouderij.