στεγανόπους

From LSJ
Revision as of 05:35, 27 October 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Thier" to "Tier")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγᾰνόπους Medium diacritics: στεγανόπους Low diacritics: στεγανόπους Capitals: ΣΤΕΓΑΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: steganópous Transliteration B: steganopous Transliteration C: steganopous Beta Code: stegano/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,
A covering oneself with one's feet, Alcm. 118.
II web-footed, opp. σχιζόπους, Arist.HA504a7, 593a27, al.; τὰ στεγανόποδα Id.PA692b24, al.

German (Pape)

[Seite 932] π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die σκιάποδες, Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Tiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, Gegensatz σχιζόπους.

Russian (Dvoretsky)

στεγᾰνόπους: ποδος adj. с перепонками на лапах (τὰ πλωτά, sc. ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στεγᾰνόπους: -οδος, ὁ, ἡ, ὁ καλύπτων ἑαυτὸν διὰ τῶν ποδῶν του, Ἀλκμὰν 56 (Welck.)· πρβλ. σκιάποδες. ΙΙ. ὁ ἔχων πόδας στεγανοὺς ἢ διὰ μεμβράνης ἡνωμένους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν, ἀντίθετον τῷ σχιζόπους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 3., 8. 3. 15, κ. ἀλλ.· τὰ στεγανόποδα ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 8, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· πρβλ. στεγνός.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ
(για πτηνά, αμφίβια κ.λπ.) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του ενωμένα με νηκτική μεμβράνη
αρχ.
αυτός που καλύπτει τον εαυτό του με τα πόδια του, που κρύβεται πίσω απ' τα πόδια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγανός + πούς, ποδός].