τεκνόεις
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
A v. τεκνοῦς.
German (Pape)
[Seite 1082] s. unter τεκνοῦς.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
qui a des enfants.
Étymologie: τέκνον.