λεώβατος

From LSJ
Revision as of 06:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεώβατος Medium diacritics: λεώβατος Low diacritics: λεώβατος Capitals: ΛΕΩΒΑΤΟΣ
Transliteration A: leṓbatos Transliteration B: leōbatos Transliteration C: leovatos Beta Code: lew/batos

English (LSJ)

ὁδός, καὶ ἰχθῦς σελαχώδης, Hsch.; cf. λειόβατος.

German (Pape)

[Seite 37] vom Volke betreten, ἡ λ., sc. ὁδός, die Heerstraße, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λεώβατος: (δηλ. ὁδός), ἡ, λεωφόρος, Ἡσύχ. 2) ἰχθὺς σελαχώδης, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

λεώβατος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. λεωφόρος, οδός
2. «ἰχθὒς σελαχώδης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< λεω- (βλ. λαο-) + -βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιόβατος
με τη σημ. 2 η λ. είναι πιθ. άλλος τ. του λειόβατος, είδος ιχθύος].