γαμοκλόπος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ον, (κλέπτω) adulterous, AP9.475, Tryph.45, Nonn.D.3.377, al.
Spanish (DGE)
(γᾰμοκλόπος) -ου, ὁ 1 ladrón de esposas, adúltero de Paris AP 9.475, Δηιφόβοιο γαμοκλόπον ὕβριν Triph.45
•amante furtivo Ἄρης Nonn.D.3.377, 6.97, ὄμβρον ἔχευε γαμοκλόπον ref. al amor de Zeus por Dánae, Nonn.D.47.545, cf. 42.120.
2 como epít. de Κύπρις que protege los amores furtivos, ICr.3.4.37.5 (Itanos II/I a.C.).
German (Pape)
[Seite 473] verstohlen heirathend, buhlend, Anth. IX, 475; Nonn. D. 3, 377 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adultère.
Étymologie: γάμος, κλέπτω.
Russian (Dvoretsky)
γᾰμοκλόπος: ὁ похититель чужой жены (sc. Πάρις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γαμοκλόπος: -ον, (κλέπτω) μοιχευτικός, μοιχός, Ἀνθ. Π. 9. 475, Τρυφ. 45.
Greek Monolingual
γαμοκλόπος, ο (AM)
1. ο μοιχός
2. αυτός που ταιριάζει σε μοιχό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάμος + -κλοπος < κλέπτω.
Greek Monotonic
γᾰμοκλόπος: -ον, μοιχευτικός, μοιχός, σε Ανθ.
Middle Liddell
κλέπτω
adulterous, Anth.