μεταφορητός
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
μεταφορητόν, portable, ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist.Ph.209b29.
German (Pape)
von einem Ort zum andern getragen, zu tragen, Arist. phys. 4.4.18 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
μεταφορητός: переносный, перемещаемый (τόπος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταφορητός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, φορητός, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18.
Greek Monolingual
μεταφορητός, -ή, -όν (Α) μεταφορώ
αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει κανείς, ο φορητός.