μεταφορητός

From LSJ
Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφορητός Medium diacritics: μεταφορητός Low diacritics: μεταφορητός Capitals: ΜΕΤΑΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: metaphorētós Transliteration B: metaphorētos Transliteration C: metaforitos Beta Code: metaforhto/s

English (LSJ)

μεταφορητόν, portable, ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist.Ph.209b29.

German (Pape)

von einem Ort zum andern getragen, zu tragen, Arist. phys. 4.4.18 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

μεταφορητός: переносный, перемещаемый (τόπος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταφορητός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, φορητός, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18.

Greek Monolingual

μεταφορητός, -ή, -όν (Α) μεταφορώ
αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει κανείς, ο φορητός.