διφροπηγία
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ,
A cart-building, Thphr.HP5.7.6.
German (Pape)
[Seite 645] ἡ, das Wagenbauen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
διφροπηγία: ἡ, ἁμαξοπηγία, ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν δίφρους, ἅρματα, Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 7, 6.