τρωγλοδυτικός

From LSJ
Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγλοδῠτικός Medium diacritics: τρωγλοδυτικός Low diacritics: τρωγλοδυτικός Capitals: ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: trōglodytikós Transliteration B: trōglodytikos Transliteration C: troglodytikos Beta Code: trwglodutiko/s

English (LSJ)

τρωγλοδυτική, τρωγλοδυτικόν,
A of or for dwellers in holes, ζῷα τ. animals that dwell in holes, Arist.HA 488a23, al.
II of or belonging to the Troglodytes, v. Τρωγοδυτικός.
III τρωγλοδυτική, v. τρωγλῖτις.

German (Pape)

ή, όν, zum Wohnen in Höhlen gehörig; βίος, ein Leben in Höhlen, Sp., wie Strabo; ζῷα, in Höhlen lebende Tiere, Arist. H.A. 1.1. – S. auch nom. pr.

Russian (Dvoretsky)

τρωγλοδῠτικός: живущий в норе, пещерный: τὰ τρωγλοδυτικά (sc. ζῷα) Arst. животные, обитающие в норах.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγλοδῠτικός: -ή, -όν, ὁ ζῶν ἐν τρώγλαις, ζῷα τρωγλοδυτικά, ζῷα ζῶντα ἐν τρώγλαις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς τοὺς Τρωγλοδύτας. Στράβ. 768, κλπ.· ὡσαύτως ἡ τρωγλοδύτις. Διόδ. 1. 30. - Ἐπίρρ. -δυτικῶς, δίκην Τρωγλοδύτου, Στράβ. 828.

Greek Monolingual

-ή, -ό /τρωγλοδυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρωγλοδύτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγλοδύτες
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρωγλοδυτική
(ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγλοδυτών
αρχ.
1. αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. το φυτό σμύρνα, τρωγλῑτις.
επίρρ...
τρωγλοδυτικῶς Α
όπως ο τρωγλοδύτης («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῖν», Στράβ.).