ἀγχιβαθής

Revision as of 18:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ές, A deep inshore, θάλασσα Od.5.413, cf. Pl.Criti.111a; τὰ ἀ. Arist.Pr.935a2, cf. Ph.Bel.95.20, Parth.26.2, Plu.2.667c; ἀκταί Arist.HA548b28; λιμήν Str.17.1.6, cf. 5.2.5, Dion.Byz.6, al. 2 of persons, standing deep in water, Nonn. D.10.166.

Spanish (DGE)

(ἀγχῐβᾰθής) -ές
1 profundo junto a la costa θάλασσα Od.5.413, Parth.26.2, Dion.Byz.6, cf. Pl.Criti.111a, λιμήν Str.17.1.6, λιμένες Str.5.2.5, στόμα λίμνης A.R.4.1572
invadeable (ὁ τῆς χάριτος ποταμός) διαβατὸς τοῖς εὐσεβέσι, τοῖς δὲ βεβήλοις ἀγχιβαθής Gr.Nyss.M.46.420D
subst. τὰ ἀ. zonas profundas de mar junto a la costa τἀγχιβαθῆ ἁλμυρά ἐστι Arist.Pr.935a2, τὰ παρὰ τὴν χέρσον ἐστὶν ἀ. Plb.4.41.6, tb. αἱ ἀγχιβαθεῖς Mnesith.Ath.38.50.
2 escarpado, que cae junto a un mar profundo τόποι καθαροὶ καὶ ἀγχιβαθεῖς Plu.2.667c, ἀγχιβαθεῖς τόποι τῶν τειχῶν Ph.Bel.95.20.
3 de pers. que está en agua, metido en agua bastante profunda ἰσχία βάπτων ἀ. Nonn.D.10.166, cf. 15.3 (cód. ἀγχιβαφής)
de esponjas, Arist.HA 548b28.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
voisin du fond, profond.
Étymologie: ἄγχι, βάθος.

English (Autenrieth)

(βάθος): deep near the shore, Od. 5.413†.

Greek Monotonic

ἀγχιβᾰθής: αυτός που είναι βαθύς μέχρι την ακτή, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.

German (Pape)

ές, nahe am Gestade tief θάλασσα, Od. 5.413 (ἅπαξ εἰρημ.); überhaupt tief, Plat. Critia. 111a; Plut.; öfter λιμήν Strabo. V.222; ἀκταί, Küsten, an denen das Meer tief, Arist. H.A. 5.14; αἰγιαλοί Ath. VIII.358b; ἠϊών Opp. H. 5.60; – überhaupt tief, τόποι Plut.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχῐβᾰθής: глубокий у берегов (θάλασσα Hom.; τῆς θαλάττης ἀγγεῖον Plat.; τόποι φάραγγες Plut.).

Middle Liddell

βάθος
deep near shore, of the sea, Od.