σκληροκάρδιος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hard-hearted, stubborn, LXX Pr.17.20, Ez.3.7.
German (Pape)
[Seite 900] hartherzig, hartes Sinnes, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροκάρδιος: -ον, ὁ σκληρὸς τὴν καρδίαν, ἰσχυρογνώμων, ἄσπλαγχνος, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΖ΄, 20, Ἰεζεκ. Γ΄, 7).