φυλάκισσα
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
ἡ, = foreg., LXXCa.1.6. -ιστής, οῦ, ὁ, Lat.
A phylacistes in Plaut.Aul. 3.5.44, gaoler, epith. of a harsh creditor. 2 = Lat. cuspator, Lyd. Mag.1.46.
German (Pape)
[Seite 1313] ἡ, = Vorigem, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλάκισσα: ἡ, = τῷ προηγ. ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα Ἑβδ. (ᾎσμ. ᾈσμάτ. Αϳ, 6), Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδ. κ. Δοσικλ. Αϳ, σ. 18.