τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
[Seite 695] dorisch, Her. u. Att. die gew. Form.
-ή, -ό (AM δωρικός, -ή, -όν
Α και δωριακός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν»)
2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·