διέψω
From LSJ
English (LSJ)
A scorch thoroughly, δ. ἀνθρώπους, of the effect of the westering sun, in Hp.Aër.6.
German (Pape)
[Seite 623] (s. ἕψω), durch-, gar kochen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διέψω: μέλλ. -εψήσω, βράζω ἐντελῶς, δ. ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ἡλίου ἐν ταῖς δυτικαῖς χώραις, παρ’ Ἱππ. Ἀέρ. 283.