ἐγκανάσσω
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
pour in wine, ἐγκάναξον E. Cyc. 152, Ar.Eq.105; κύλικα Alciphr.3.36.
Spanish (DGE)
(ἐγκᾰνάσσω)
servir vino con ruido abs. E.Cyc.152 (cj.)
•c. ac. int. ἄκρατον ἐγκάναξόν μοι πολύν Ar.Eq.105, κύλικα Alciphr.2.34.3.
French (Bailly abrégé)
verser avec bruit.
Étymologie: ἐν, καναχή.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκᾰνάσσω: ἐγχέω, φέρ’ ἐγκάναξον ὡς ἀναμνησθῶ πιὼν Εὐρ. Κύκλ. 152, ἴθι νῦν ἄκρατον ἐγκάναξόν μοι πολὺν Ἀριστοφ. Ἱππ. 105.
Greek Monolingual
ἐγκανάσσω (Α)
ρίχνω στο ποτήρι, σερβίρω ποτό.
Greek Monotonic
ἐγκᾰνάσσω: μέλ. -ξω, εκχέω, χύνω κρασί, σε Ευρ., Αριστοφ.