κηροτέχνης
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ου, ὁ,
A modeller in wax, Anacreont.10.9.
German (Pape)
[Seite 1434] ὁ, Wachskünstler, -bildner, Anacr. 10, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, Ἀνακρέοντ. 10. 9