κωπίον
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
τό, Dim. of κώπη, Ar.Ra.269, Ael.NA13.19, PRyl. 110.14 (iii A.D.).
2 in plural, false ribs, Poll.2.181.
German (Pape)
[Seite 1547] τό, dim. von κώπη, kleines Ruder; Ar. Ran. 269; Ael. H. A. 13, 19 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite rame.
Étymologie: κώπη.
Russian (Dvoretsky)
κωπίον: τό маленькое весло Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κωπίον: ὑποκορ. τοῦ κώπη, Ἀριστοφ. Βάτρ. 269, Αἰλ. π. Ζ. 13. 19. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ νόθοι πλευραί, Πολυδ. Βϳ, 181.
Greek Monolingual
κωπίον, τὸ (Α) κώπη
1. μικρή κώπη
2. στον πληθ. τὰ κωπία
οι νόθες πλευρές του θώρακα.
Greek Monotonic
κωπίον: τό, υποκορ. του κώπη, σε Αριστοφ.