κυβευτήριον
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
τό, gambling house, gambling-house, Plu.2.621b, Poll.7.203, D.C. 65.2.
German (Pape)
[Seite 1522] τό, Ort zum Würfelspielen, Spielhaus, Plut. Symp. 1, 4, 3; neben καπηλεῖα genannt, D. Cass. 65, 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κυβεύω.
Russian (Dvoretsky)
κῠβευτήριον: τό игорный дом Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβευτήριον: τό, «τόπος ἐστὶ τὸ κυβευτήριον εἰς ὃν συνερχόμενοι κυβεύουσιν» (Λεξιλ. Ρητ.) Πλουτ. 2. 621Β, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
κυβευτήριον, τὸ (Α) κυβεύω
τόπος όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῖα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.).