Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
Full diacritics: μαλάχιος | Medium diacritics: μαλάχιος | Low diacritics: μαλάχιος | Capitals: ΜΑΛΑΧΙΟΣ |
Transliteration A: maláchios | Transliteration B: malachios | Transliteration C: malachios | Beta Code: mala/xios |
ὁ, a fish, Hsch.
ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μαλάχη.
μαλάχιος: «ἰχθὺς ποιὸς» Ἡσύχ.
μαλάχιος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάχη, λόγω του χρώματος του ψαριού].