φυκίς

From LSJ
Revision as of 16:49, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡκίς Medium diacritics: φυκίς Low diacritics: φυκίς Capitals: ΦΥΚΙΣ
Transliteration A: phykís Transliteration B: phykis Transliteration C: fykis Beta Code: fuki/s

English (LSJ)

ἡ, v. φύκης.

German (Pape)

[Seite 1313] ίδος, ἡ, das Weibchen des Fisches φύκης, Arist. H. A. 8, 2; Alexis bei Ath. III, 107 (V. 12); λιμενῖτις, ἐρυθρή, Apollnds 7. 23 (VI, 105. VII, 702).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
la femelle d'un poisson qui vit dans les algues.
Étymologie: φῦκος.

Russian (Dvoretsky)

φῡκίς: ίδος ἡ самка рыбы φύκης Arst., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φῡκίς: ἡ ἴδε ἐν λ. φύκης.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγ. τ.) ζωολ. α) γένος θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών
β) γένος ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων
αρχ.
θηλ. τ. του φύκης. [[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. συναγρίς). Η λ. ως όρος της νεοελλ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phycis]].