ἀνδρομήκης

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρομήκης Medium diacritics: ἀνδρομήκης Low diacritics: ανδρομήκης Capitals: ΑΝΔΡΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: andromḗkēs Transliteration B: andromēkēs Transliteration C: andromikis Beta Code: a)ndromh/khs

English (LSJ)

ἀνδρομήκες, of a man's height, σταύρωμα X.HG3.2.3; φοῖνιξ Thphr. HP 2.6.7; ὕψος, βάθος, Plb.8.5.6, 10.46.3; θυρεοί Onos.20.1; πυρός Sosith.2.18.

Spanish (DGE)

-ες
de la altura de un hombre κατειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι ὡς ἀνδρομήκει ὄντι X.HG 3.2.3, φοίνικες ... ἀνδρομήκεις ὄντες Thphr.HP 2.6.7, ἀνδρομήκους ὕψους κατεπύκνωσε τρήμασι τὸ τεῖχος abrió en el muro unas troneras a la altura de un hombre Plb.8.5.6, βάθος Plb.10.46.3, θυρεός Onas.20.1, πυρός Sosith.2.18.

German (Pape)

[Seite 218] ες, von Menschenlänge, σταύρωμα Xen. Hell. 3, 2, 3; ὕψος Pol. 8, 7.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de la taille d'un homme.
Étymologie: ἀνήρ, μῆκος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρομήκης: в человеческий рост (σταύρωμα Xen.; βάθος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρομήκης: -ες, (μῆκος) ἀνδρὸς μῆκος ἔχων, στρύρωμα Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3· ὕψος, βάθος, Πολύβ. 8. 7, 6., 10. 46, 3· τὸν ἀνδρομ. πυρὸν Σωσιθέου Δάφνις ἢ Λιτυέρσας 18 (ἴδε Clinton F. ΙΙ. 3. σ. 502).

Greek Monolingual

ἀνδρομήκης, -ες (Α)
ισομεγέθης προς άνδρα, εκείνος που το μήκος του είναι ίσο προς το ανδρικό ανάστημα.

Greek Monotonic

ἀνδρομήκης: -ες (ἀνήρ, μῆκος), αυτός που αναφέρεται στο ύψος ενός άνδρα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀνήρ, μῆκος
of a man's height, Xen.