ἀνιερόω

From LSJ
Revision as of 10:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐερόω Medium diacritics: ἀνιερόω Low diacritics: ανιερόω Capitals: ΑΝΙΕΡΟΩ
Transliteration A: anieróō Transliteration B: anieroō Transliteration C: anieroo Beta Code: a)niero/w

English (LSJ)

dedicate, devote, Arist.Oec.1346b5; τινί τι Plu.Cor.3:—Pass., PTeb.60.10 (ii B. C.), BGU1202.5 (i B.C.), etc.: used of persons invoking the wrath of the gods upon themselves or others in case of breach of faith, SIG1179 (Cnidus).

Spanish (DGE)

1 dedicar, consagrar c. ac. de cosa ὥστε συνέβαινεν ἐν δέκα ἔτεσι κεῖνόν τε ἅπαντα ἔχειν ἅπερ ἀνιέρωσε Arist.Oec.1346b5, τοῦτο SB 7245.3 (III a.C.)
c. dat. θεῷ τινι Dam.Pr.262
c. ac. y dat. ἐπινίκιον ... Διοσκόροις Plu.Cor.3, τῷ δὲ Διονύσῳ τὴν πίτυν Plu.2.676a, κηπόταφον Μαξίμῳ SB 9801.2 (III d.C.)
abs. ἀνιερώσαντος βασιλέως Ταρκυνίου D.H.6.95
en v. pas. ἀνιερωθήσονται τὰ κτήνη αὐτῶν LXX 1Es.9.4, cf. PTeb.84.10 (II a.C.), SB 9935.27 (II a.C.), BGU 1202.5 (I a.C.), ᾧ ἡ βοτάνη ἀνιέρωται PMag.4.2975
γῆ ἀνιερωμένη tierra consagrada, PTeb.60.10 (II a.C.), SB 5280
c. ac. de pers. Ἀντίνοον ... ὡς Γανυμήδην ὁ Ζεύς Clem.Al.Prot.4.49.
2 consagrar a las divinidades infernales, maldecir ἀνιεροῖ Ἀρτεμεὶς Δάματρι, Κούραι, θεοῖς παρὰ Δάματρι πᾶσι SIG 1179 (Cnido).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
consacrer.
Étymologie: ἀνά, ἱερόω.

German (Pape)

einweihen, Arist. Oec. 2.2; ἡμέραν ἑορτῆς Dion.Hal. 6.95; Plut. Coriol. 3.

Russian (Dvoretsky)

ἀνιερόω:
1 освящать (τι Arst.);
2 посвящать (τι θεῷ τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιερόω: ἀφιερῶ, ἀνατίθημι, Ἀριστοφ. Οἰκ. 2. 2· τινί τι Πλουτ. Κορ. 3: ἐν χρήσει περὶ ἀνθρώπων ἐπικαλουμένων τὴν μῆνιν τῶν θεῶν ἐφ’ ἑαυτοὺς ἢ ἑτέρους, ἐν περιπτώσει κακῆς πίστεως ἤτοι παραβάσσεως τῶν ὑπεσχημένων, Newton Ἐπιγρ. 81, κἑξ.

Greek Monotonic

ἀνιερόω: μέλ. -ώσω, αφιερώνω, αναθέτω, τί τινι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

to dedicate, devote, τί τινι Plut.

Léxico de magia

dedicar, consagrar ἀνασπᾷ τὸ φυτὸν ἐξ ὀνόματος ἐπικαλούμενος τὸν δαίμονα, ᾧ ἡ βοτάνη ἀνιέρωται arranca la planta invocando por su nombre al demon a quien la planta está dedicada P IV 2975